θεσμοφυλαξ

θεσμοφυλαξ
    θεσμοφύλαξ
    θεσμο-φύλαξ
    -ᾰκος ὅ блюститель законов (государственная должность в Элиде) Thuc., Diod.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "θεσμοφυλαξ" в других словарях:

  • θεσμοφύλακας — θεσμοφύλαξ guardian of the law masc acc pl θεσμοφύλακες guardian of the law masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεσμοφύλακες — θεσμοφύλαξ guardian of the law masc nom/voc pl θεσμοφύλακες guardian of the law masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεσμοφύλακος — θεσμοφύλαξ guardian of the law masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεσμοφυλάκιον — θεσμοφυλάκιον, τὸ (Α) [θεσμοφύλαξ] το γραφείο τών θεσμοφυλάκων …   Dictionary of Greek

  • θεσμοφυλακικός — θεσμοφυλακικός, ή, όν (Α) [θεσμοφύλαξ] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους θεσμοφύλακες …   Dictionary of Greek

  • θεσμοφύλακας — ο (ΑΜ θεσμοφύλαξ, Α και βοιωτ. τ. τεθμοφούλαξ) ο φύλακας τών θεσμών, τών νόμων, ο νομοφύλακας. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεσμός + φύλαξ, κος] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»